μαγευτής

μαγευτής
ο , μαγεύτρ(ι)α η волшебни|к, -ца, чародей, -ка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μαγευτής" в других словарях:

  • μαγευτής — ο, θηλ. μαγεύτρια και μαγεύτρα (AM μαγευτής, θηλ. μαγεύτρια) [μαγεύω] μάγος νεοελλ. ως επίθ. 1. μαγικός 2. θελκτικός, συναρπαστικός («η μαγεύτρα φύση») …   Dictionary of Greek

  • μαγευτάς — μαγευτά̱ς , μαγευτής masc acc pl μαγευτά̱ς , μαγευτής masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγεύτας — μαγεύτας, ὁ (Α) [μαγευτής] φρ. (κατά τον Ησύχ.) «μαγεύτας αὐλός» αυλός που γοήτευε, έθελγε, μάγευε τους ακροατές …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»